- θερμομετρία
- ηφυσ.-χημ. ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μέτρηση τών θερμοκρασιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + -μετρία*. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermometrie].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμομετρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θερμομετρία ή στο θερμόμετρο 2. φρ. ιατρ. «θερμομετρικό διάγραμμα» γραφική παράσταση τής πορείας τής θερμοκρασίας τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermometrique (< thermometrie, πρβλ.… … Dictionary of Greek
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek
Ρενιό, Ανρί-Βικτόρ — (Regnault, Eξ λα Σαπέλ 1810 – Παρίσι 1878). Γάλλος φυσικοχημικός. Η οικογένεια του δεν ήταν εύπορη και υποχρεώθηκε να κάνει μεγάλες θυσίες για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Νέος ακόμα, το 1840, διορίστηκε καθηγητής της χημείας στην… … Dictionary of Greek